αναρροφητικός

αναρροφητικός
η , ό[ν] всасывающий;

αναρροφητική αντλία — всасывающий насос


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναρροφητικός" в других словарях:

  • αναρροφητικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρόφηση ( ις). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833) ως επίθετο του ουσ. μηχανή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»